today’s menu, 2010
Culinary experience with a tourist guide flyer.
During a 10 day residency at the Tsikalioti Tower of Leonidio, I composed a 6 course, fictive menu for 6 people. The challenge for all of us 6 resident artists was to correspond each one of our genealogical tree members to a cooking ingredient. As a result, 6 recipe-related portraits were composed as an attempt to record the personal relationships evolving during the 10 day residency. An A3 size, tourist guide type of flyer was designed including the tower’s architectural plans. Each participating artist’s recipe was placed on the corresponding architectural space of the tower where each artist was allocated. The guide was handed out to the tower’s visitors.
The correlated course to my family tree was the dessert. Taking into consideration my genealogical tree, I created an aubergine-flavor ice cream, which is among the 9 Greek rural products with Protected Designation of Origin. 3 kg of ice cream were produced and a tea spoon full was given to the tower’s visitors. Many thanks to all those who made this project possible!
Tsikalioti Tower of Leonidio Artists Residency, organised and curated by Loukia Richards, Leonidio.
Documentation of the residency and the culinary experience event at the Tsikalioti tower, photos by Lea Petrou + Loukia Richards.
Πρόγραμμα Φιλοξενίας Καλλιτεχνών του Δήμου Λεωνιδίου, κείμενο της Δρ. Γεωργίας Κακούρου Χρόνη, Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, Παράρτημα Σπάρτης.
Όταν διασχίζεις τον Πάρνωνα, από τον Κοσμά έως το Λεωνίδιο, με προορισμό την έκθεση έξι καλλιτεχνών στον Πύργο Τσικαλιώτη,[1] ένα από τα ωραιότερα κτήρια της τσακώνικης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, έχεις ήδη γοητευθεί με το «καλλιτέχνημα» του Θεού. Η ομορφιά του βουνού, είναι τόση και τέτοια, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς θα μπορούσε να αναμετρηθεί με την τέχνη.
Η φωνή της δασκάλας μου, της κυρίας Άννας, με συνοδεύει σε όλη τη διαδρομή, κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια από τότε που άφησα το δημοτικό μου σχολειό. «Το Λεωνίδιο – έλεγε – γλύτωσε τη λαίλαπα του Ιμπραήμ και έτσι τα αρχοντόσπιτά του συνέχισαν να αφομοιώνουν σε μια θαυμαστή ισορροπία στοχεία από τη δυτική και τη λαϊκή παράδοση. Οι Τσάκωνες είναι – συνέχιζε – οι άμεσοι απόγονοι των Δωριέων, η απομόνωσή τους φρόντισε να διατηρήσουν έως σήμερα τα ήθη και τα έθιμά τους. Αν θέλετε να μάθετε πώς μιλούσαν παλιά τα Σπαρτιατόπουλα, θα πρέπει να πάτε στην Τσακωνιά, γιατί είναι αυτή που διέσωσε το δωρικό ιδίωμα στη γλώσσα όπως μιλιέται σήμερα, τουλάχιστον από τους παππούδες και τις γιαγιάδες. Ακόμη και πριν τους Δωριείς οι Μινωίτες, που κατέφυγαν στον Πάρνωνα, έφεραν μαζί τους και τους χορούς τους. Ο τσακώνικος που συνέχισαν να χορεύουν και οι Μυκηναίοι – και που μάθαμε κι εμείς να χορεύουμε – αναπαριστά την προσπάθεια του Θησέα να βγει από τον λαβύρινθο. Κλειστός χορός, ούτε ανάσα από τον έναν χορευτή στον άλλο, έτσι που χορεύεται με κολλητά τα σώματα και τα χέρια περασμένα το ένα κάτω από το άλλο με σφιχτοδεμένα τα δάχτυλα».
Αυτός ο χορός, ο «γέρανος» του Πλούταρχου, υποδεχόταν τους επισκέπτες στην αυλή του Πύργου καμωμένος με χαρούπια από την Angelika Jäkel, που – καίτοι σπουδαγμένη στη Βόνη και την Κολωνία (εργάζεται και ζει στην Κολωνία με πλούσια εμπειρία και στη διδασκαλία της τέχνης) – έχει υιοθετήσει το Λεωνίδιο ως δεύτερη πατρίδα, γι’ αυτό και υπογράφει με το καλλιτεχνικό όνομα Lεωni A. Jäkel.
Η ίδια η καλλιτέχνις συνδέει την εγκατάστασή της με τον κύκλο της ζωής και του θανάτου. Με τον θάνατο ως αφετηρία μια άλλης, νέας ζωής. Μαζεύει η ίδια τα χαρούπια˙ έλκεται από το χρώμα, τη μυρουδιά, την αφή που κρατά όλη την ηλιακή ενέργεια που αποθηκευόταν έναν ολόκληρο χρόνο πάνω στο δέντρο, θρεμμένο από το κόκκινο χώμα της Κυνουρίας, το ελικοειδές σχήμα που επιτρέπει την τοποθέτηση του ενός καρπού δίπλα στον άλλον σε επάλληλους, ομόκεντρους κύκλους στο σχήμα της μάνταλα. Η ίδια η καλλιτέχνις απο τη γεωμετρική μυστικιστική διάταξη της μάνταλα κρατά τη συνειδητοποίηση της θεϊκότητας στον ορατό κόσμο, έξω μας, και τον αόρατο μέσα μας. Η χαρουπιά εξάλλου είναι δέντρο με μακρά μεσογειακή παράδοση (αιγυπτιακή και ιουδαϊκή) και έζησε τους πεινώντες στα σκληρά χρόνια της κατοχής.
Την εγκατάστασή της συνδέει και με την landart – που κατά τη δεκαετία του 1960 έρχεται από τους Ινδιάνους και τους Κέλτες για να συναντήσει, ανάμεσα σε άλλους καλλιτέχνες, και τον Joseph Beuys – επιδιώκοντας να βιώσει την αρμονία και την ομορφιά, να συνδεθεί με τη φύση, να συμβιώσει με τον συγκεκριμένο χώρο και να επικοινωνήσει την ουσία του με τους επισκέπτες, να μεταδώσει τέλος πάλι στη φύση αυτό που της ανήκει για ν’ αρχίσει ένας άλλος κύκλος ζωής που μέσα στη φθορά του την περιέχει˙ το ένα, μέρος του όλου και το όλον ένα.
Η εγκατάστασή της συνομιλεί και με τον τσακώνικο (ίσως και πέρα από τις προθέσεις της), απομεινάρι κι αυτός της διαφυγής από τον θάνατο, με το αλώνι και όλη την ιεροτελεστία του αλωνίσματος, αλλά και με όλα τα σύμβολα του πύργου που η Ευγενία Δολιανίτη – φιλόλογος και ξεναγός – ως άλλη πυργοδέσποινα, φρόντιζε να μην διαφύγουν της προσοχής, διασκορπισμένα όπως είναι σε πορτόφυλλα, υπέρθυρα και ταβάνια τα ποικιλόμορφα σύμβολα της ευφορίας, οικονομικής και ψυχικής. Η εγκατάσταση, εξαιτίας της διάταξης και του σχήματος των χαρουπιών, κυματίζει μεταμορφώνοντας με άλλο τρόπο την αέναη συνδιαλλαγή της ζωής και του θανάτου, φιλιώνοντας την απώλεια που προσλαμβάνεται ως διαρκής κίνηση και αναδημιουργία.
Η Ευγενία Παπαδοπούλου είχε καταλάβει το υπόστεγο της αυλής. Η αγάπη της για τα χειροποίητα αντικείμενα εμμένει και όσο σπουδάζει ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας. Η λαϊκή φορεσιά, το κέντημα, οι κλωστές, οι δαντέλες και τα παλιά υφάσματα εξακολουθούν από παιδί να την έλκουν. Η μεταμόρφωση των απλών υλικών της λαϊκής μας τέχνης, που ήξερε τη φτώχεια και τη λιτότητα να την μεταλλάσσει σε αρχοντιά, κατευθύνει και τα δικά της χέρια που με τα ίδια υλικά και ανάλογη μαεστρία την οδηγούν σε σύγχρονες αισθητικές προτάσεις που την φέρνουν κοντά στο κίνημα του craftivism. Η τσακώνικη φορεσιά αποτέλεσε την αφετηρία της έμπνευσής της για τη δημιουργία μιας σύγχρονης ενδυματολογικής πρότασης. Επιστράτευσε κλωστές, βελόνες, βελονάκι, παλιά υφάσματα για τη φορεσιά της, πλουμισμένη με ασπροκέντι σε διάφορες βελονιές, κοφτό και δαντέλα˙ κράτησε το κόκκινο από τον τσακώνικο τζουμπέ για το επανωφόρι. Το φέσι, τα πλεγμένα κοσμήματα, οι κουβαρίστρες και άλλα χρηστικά αντικείμενα, η ψάθινη σκούπα με το στολισμένο χέρι, η παλιά ραπτομηχανή και τα δυο κομμάτια του ενδύματός της αποτελούσαν, με τον τρόπο της παρουσίασης, από μόνα τους μια εικαστική σύνθεση.
Η Λουκία Ρίτσαρντς (Lucia Richards) αφορμάται από ιστορικό γεγονός και στήνει την εγκατάστασή της στο ισόγειο του Πύργου. Στο Ηρώο του Λεωνιδίου των Πεσόντων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπως εξηγεί η ίδια, υπάρχει μόνο ένα γυναικείο όνομα: Θάλεια Λεκού. Η έρευνά της αποκαλύπτει μια γυναίκα, μορφωμένη, πλούσια που επιλέγει την εθελοντική προσφορά και το δόσιμο στην πατρίδα. Οικογένειά της οι τραυματίες του μετώπου και οι νεότερες νοσοκόμες που εκπαιδεύει. Τον Δεκέμβρη του 1944 στην εκκένωση του νοσοκομείου του Ερυθρού Σταυρού, και στην προσπάθεια της μεταφοράς όλων των ασθενών με ασφάλεια, η Θάλεια Λεκού σκοτώνεται από ελεύθερο σκοπευτή. Η νεκρολογία της, ωστόσο, δεν εστιάζει στο τραγικό γεγονός του θανάτου της, αλλά πέρα από κάθε μισαλλοδοξία αναδεικνύει την προσφορά, τη γενναιοδωρία, την αφοσίωση στις αρχές που έταξε να υπηρετεί σφραγίζοντας με τον θάνατο τις επιλογές της.
Τη Λουκία Ρίτσαρντς την έχουμε συνδέσει, με τις τελευταίες της εικαστικές προτάσεις, με το ύφασμα, τις διάφορες ίνες, το πλέξιμο. Το υπόβαθρο, ωστόσο, των σπουδών της είναι οι πολιτικές επιστήμες (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και η διπλωματική της εργασία στη Σχολή Καλών Τεχνών του Βερολίνου, που τις χάρισε το «άριστα» της αποφοίτησης, εστιάζει στην καταγγελία ενός μιλιταριστικού και νεοναζιστικού ρεύματος αμέσως με την κατάρρευση του τείχους που εμφανίζεται στη Γερμανία. Το ενδιαφέρον της, λοιπόν, για τη Θάλεια Λεκού ήταν πάντα στον χώρο των αναζητήσεών της. Σε ό,τι αφορά στα μέσα έκφρασης (φυτικές ίνες, μαλλί, ύφασμα) γίνονται ακόμη μια αφορμή να συνδεθεί περισσότερο με τη Θάλεια Λεκού, αφού η Θάλεια οργάνωσε άπειρες συναντήσεις για τη «φανέλα του στρατιώτη» και έπλεκε και η ίδια μανιωδώς.
Η εγκατάστασή της είναι το ξόδι της Θάλειας Λεκού αλλά παραπέμπει στον θάνατο, πέρα από χώρο και χρόνο, όλων των ανθρώπων που εξακολουθούν να πληρώνουν την αγάπη τους για τον συνάνθρωπο με τη ζωή τους. Οι κούκλες αναπαριστούν τους νεκρούς και γύρω τους ακουμπησμένα στις καρέκλες τούς παραστέκουν διάφορα κεντημένα πρόσωπα με διαφορετικούς χαρακτήρες και χαρακτηριστικά. Το έργο της Λουκίας Ρίτσαρντς συνομιλεί και με τον ιδρυτή του Πύργου, τον Κωσταντή Τσικαλιώτη που αφοσιώθηκε στον Αγώνα, και, κατά κάποιο τρόπο, με το έργο της Angelika Jäkel, αφού η αέναη συνδιαλλαγή ζωής και θανάτου στο έργο της Jäkel, εκφαίνεται εδώ με την καταξίωση του θανάτου από μία εν τιμή ζωή. Όλοι εξάλλου, νεκροί και ζωντανοί, σκέπονται από τη σημαία του «Όχι» που με τα κεντημένα σχέδια (ανθρωπάκια, ζώα, πουλιά, λουλούδια, φυτά) καταυγάζει τη ζωή και αποποιείται τον θάνατο.
Κατά τον ίδιο τρόπο η Καλλιρρόη Κατσαφάνα έστησε «κουβέντα» με τον «τζουμπέ» της Ευγενίας Παπαδοπούλου στον ανδρωνίτη του Πύργου επιτρέποντας την είσοδο και τη χρήση του χώρου από τις γυναίκες. Θέμα της δυο γενιές τσακωνισσών. Η νεότερη γυναίκα παριστάνεται καθιστή και αφήνει τη φροντίδα της κόμης της στα έμπειρα χέρια της γεροντότερης γυναίκας. Παράσταση οικεία και από την αρχαία αγγειογραφία ανακαλεί ταυτόχρονα και την ιδιαίτερη φροντίδα των τζουμπελούδων[2] για την κόμμωσή τους που ήταν περίτεχνη: μακριά μαλλιά, κατεβασμένα στο μέτωπο, με χωρίστρα στη μέση, πλεγμένα σε δυο κοτσίδες που σταύρωναν και στεφάνωναν την κορυφή του κεφαλιού. Τα υλικά – γύψος και χαρτί – απέπνεαν μια ελαφράδα, στον περίτεχνα διακοσμημένο ανδρωνίτη, καθιστούσαν τις μορφές οικείες, καθημερινές απαλλάσσοντάς τες από κάθε μνημειακή αναφορά.
Η Καλλιρρόη Κατσαφάνα προσέδωσε μια ιδιαίτερη εκπαιδευτική διάσταση στο έργο της (σμίγοντας προφανώς και τις δυο της αγάπες: εκπαιδευτικός, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, και γλύπτρια, απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης), αφού ο επισκέπτης, μέσα από σχέδια και προπλάσματα από πηλό, μπορούσε να παρακολουθήσει όλη την εξέλιξη του έργου της.
Την ίδια φιλοσοφία ως προς τον τρόπο έκθεσης ακολούθησε και η Ευαγγελία Μπίζα. Η καλλιτέχνις – με σπουδές στη βιβλιοδεσία στην Ελλάδα και την Ελβετία και με σημαντικές διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς – χρησιμοποίησε υλικά που βρήκε στο Λεωνίδιο, από άνθη βοκαμβίλιας έως παλιά σουρωτήρια, για τη δημιουργία του χαρτιού. Η χαρτόμαζα, τα σύνεργά της, τα μικρά κομμάτια του χαρτιού ήταν έτσι τοποθετημένα που επέτρεπαν στον επισκέπτη να παρακολουθήσει όλη τη διαδικασία έως ότου επικεντρωθεί στις δυο παραστάσεις που η βιβλιοδέτης είχε δημιουργήσει με μικρά κομμάτια χαρτιού σε γεωμετρικά σχήματα, στις αποχρώσεις του ίδιου του χώρου, εμπνεόμενη από τα σύμβολα του Πύργου. Η σύνθεσή της, τοποθετημένη στο πάτωμα, έμοιαζε ως ένας άλλου είδους αντικατοπτρισμός του ταβανιού. Ο χώρος απέπνεε την ευφορία που και με τα σύμβολα αποσκοπούσε να προκαλέσει ο οικοδεσπότης του.
Την ευφορία πρόσφερε σε όλους τους επισκέπτες η Λία Πέτρου. Η Λία Πέτρου – καλλιτέχνις με λαμπρές, και μεταπτυχιακές, σπουδές στο Λονδίνο, υποτροφίες, διεθνείς εκθέσεις και διακρίσεις – έχει συνηθίσει να μας ξαφνιάζει. Με τα menu ασχολείται, τουλάχιστον, την τελευταία πενταετία. Το μενού του Πύργου το εμπνεύστηκε από τις καλλιτέχνιδες που έπαιρναν μέρος στην έκθεση. Τους ζήτησε να αντιστοιχίσουν κάθε μέλος της οικογένειάς τους με ένα υλικό μαγειρικής και έτσι δημιούργησε ένα δείπνο με έξι πιάτα που αντιπροσώπευε όλες. Προκάλεσε με τον τρόπο αυτό μία ιδιαίτερη συνομιλία μεταξύ τους, εμμένοντας στην προσωπικότητα της καθεμιάς αλλά ταυτόχρονα συνθέτοντας και τα χαρακτηριστικά τους σε ένα ταιριαστό όλον, σε ένα πλήρες, δηλαδή, δείπνο: 1. Angelika Jäkel, ηδύποτο, 2. Ευαγγελία Μπίζα, ορεκτικό, 3. Ευγενία Παπαδοπούλου, κυρίως πιάτο, 4. Καλλιρρόη Κατσαφάνα, σαλάτα, 5. Λία Πέτρου, επιδόρπιο και 6. Λουκία Ρίτσαρντς, φρούτο. Εφόσον τα υλικά επιλέγησαν μεταφορικά από τις ίδιες τις καλλιτέχνιδες, οι συνταγές ξεκίνησαν με ήδη δοσμένους περιορισμούς. Τα «πιάτα» αναρτημένα σε εμφανές σημείο του εκθεσιακού χώρου αποτελούσαν και την «εισαγωγή» στην παρουσίαση της κάθε καλλιτέχνιδος. Αποκορύφωμα του μενού το «παγωτό μελιτζανάκι», με το οποίο τράταρε η Λία Πέτρου τους επισκέπτες. Η γεύση του μοναδική, φίνα, αρωματική, αξέχαστη μετρίαζε τη ζέστη, την υγρασία και την άπνοια εκείνων των ημερών του Αυγούστου. Η Λία Πέτρου αξιοποίησε με το δικό της τρόπο την τσακώνικη μελιτζάνα. Η τσακώνικη γλυκιά μελιτζάνα[3] αποτελεί Προϊόν Προστατευμένης Ονομασίας (ΠΟΠ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση και δεν θα μπορούσε να παραληφθεί από το μενού του Πύργου. Η Λία Πέτρου, με ιδιαίτερο χιούμορ, υποδύθηκε την οικοδέσποινα και πρόσφερε και γευστική απόλαυση στους επισκέπτες.
Η έκθεση προσφερόταν και εκπαιδευτικά. Ο Πύργος από μόνος του (η ιστορία του Κωσταντή Τσικαλιώτη, η αρχιτεκτονική, τα σύμβολα, σκέψεις για τη μελλοντική του χρήση κ.ά.) θέτει εκπαιδευτικούς στόχους. Η «ανάγνωση» της τσακώνικης ιστορίας από έξι καλλιτέχνες, η συνομιλία των καλλιτεχνών με τον Πύργο, αλλά και ο μεταξύ τους διάλογος μπορούσαν να καλύψουν εκπαιδευτικές προτάσεις για όλες τις ηλικίες.
Η σύλληψη, η οργάνωση και η επιμέλεια του προγράμματος οφείλεται στη Λουκία Ρίτσαρντς, η οποία ως πολυσχιδής καλλιτέχνης του κόσμου, έχει ανάλογες εμπειρίες από χώρες του εξωτερικού.
Το «Πρόγραμμα Φιλοξενίας Καλλιτεχνών» που εγκαινιάστηκε από το Δήμο Λεωνιδίου από 6 έως 18 Αυγούστου 2010, υπό την εποπτεία του Δημάρχου Δημήτρη Τσιγκούνη, αποδεικνύει τις δυνατότητες της τοπικής αυτοδιοίκησης, όταν με ελάχιστο κόστος αποφασίζει να στρέψει τις προτάσεις της από τα πολυέξοδα αυγουστιάτικα πανηγυράκια σε προγράμματα – που αντίθετα από ό,τι πιστεύεται – αγκαλιάστηκαν με εξαιρετικό ενδιαφέρον από παιδιά και ενήλικες και αποτέλεσαν αφορμή επίσκεψης στην πόλη του Λεωνιδίου, τουλάχιστον, από τους κατοίκους των όμορων νομών. Μια πρόταση επαρχίας, καθόλου επαρχιώτικη, που επιβάλλεται όχι μόνο να συνεχιστεί αλλά να προβληματίσει την τοπική αυτοδιοίκηση για τις πολιτισμικές της επιλογές που υποτιμούν τους πολίτες.
Στην επιστροφή από το Λεωνίδιο στον Κοσμά το φεγγάρι έστηνε τα παιχνίδια του με τους σκοτεινούς όγκους του Ταϋγέτου. Φύση και τέχνη, από άλλους δρόμους η καθεμιά, κοινωνούσαν την «ομορφιά» καταξιώνοντας και τις δυο, και τη θεία και την ανθρώπινη.
Δρ. Γεωργία Κακούρου Χρόνη
Επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης
Παράρτημα Σπάρτης
[1] Ο Πύργος κτίστηκε το 1808 από τον Κωσταντή Τσικαλιώτη που ήταν από τον Πραστό. Πλούσιος ξυλέμπορας στην Τεργέστη, έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας και πρόσφερε χρήματα και εφόδια στον Αγώνα.
[2] Έτσι ονομάζονταν οι Τσακώνισσες που φορούσαν τον τζουμπέ, το κόκκινο, τσόχινο ζιπούνι που τελικά επικράτησε ως όνομα και για ολόκληρη τη γυναικεία φορεσιά.
[3] Στο τέλος Αυγούστου διοργανώνεται, από το 1996, στο Λεωνίδιο η Γιορτή της Τσακώνικης Μελιτζάνας. Η μελιτζάνα προσφέρεται όχι μόνο μαγειρευτή αλλά και ως λικέρ, τουρσί ενώ περίφημο είναι το γλυκό μελιτζανάκι. Τη γλυκιά μελιτζάνα της Τσακωνιάς καθιστά μοναδική το μικροκλίμα της περιοχής, τα ιδιαίτερα συστατικά του εδάφους και η φιλοπονία των κατοίκων.